- ξάνθισμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξανθίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξάνθισμα — that which is dyed yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνθισμα — (xantisma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων με το μοναδικό είδος ξ. το τεξανό, ιθαγενές του Τέξας. Φυτρώνει σε τόπους άγονους και ξερούς. Μονοετές η διετές φτάνει σε ύψος 30 120 εκ. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
ξανθίσμασι — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίσματα — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν … Dictionary of Greek
ξάνθισις — ξάνθισις, ἡ [Α ξανθίζω] το βάψιμο με ξανθή βαφή, το ξάνθισμα … Dictionary of Greek